ὑπηγόρευον

ὑπηγόρευον
ὑπαγορεύω
dictate
imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)
ὑπαγορεύω
dictate
imperf ind act 1st sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπαγορεύω — ὑπαγορεύω, ΝΜΑ απαγγέλλω κάτι σε κάποιον, συνήθως με αργό ρυθμό, για να τό γράψει ή να τό επαναλάβει προφορικά (α. «ο καθηγητής υπαγορεύει το κείμενο στους μαθητές» β. «δεῑ γράμματα ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα δυνήσεσθαι τὰ ὑπαγορευόμενα γράφειν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”